παρατηρητέον

παρατηρητέον
παρατηρητέον
one must observe
masc acc sg
παρατηρητέον
one must observe
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατηρητέα — παρατηρητέον one must observe neut nom/voc/acc pl παρατηρητέᾱ , παρατηρητέον one must observe fem nom/voc/acc dual παρατηρητέᾱ , παρατηρητέον one must observe fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρατηρητής observer masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασυλλογίζομαι — (AM) (αποθ.) μσν. ερμηνεύω ορθολογικώς έννοιες και πράγματα που δεν ανάγονται στην περιοχή τού ορθού λόγου («κατασυλλογίζεσθαι πειρώμενος τὰ ἀσυλλόγιστα», Θεόδ. Στουδ.) αρχ. (λογ.) εκφέρω συμπέρασμα εναντίον κάποιου («πρὸς δὲ τὸ μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”